- κατισχναίνω
- κατισχναίνω (Α) [ισχαίνω]1. καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» — αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό φύσημα, ακολούθα τον, μάραινέ τον, Αισχύλ.)2. ελαττώνω, περιορίζω τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις τού έρωτα ή τη δύναμη οσμής.
Dictionary of Greek. 2013.